Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευκληρώ — εὐκληρῶ, έω (Α) [εύκληρος] έχω καλό κλήρο, καλή μοίρα, είμαι τυχερός, ευτυχής … Dictionary of Greek
ευκλήρημα — εὐκλήρημα, τὸ (Α) [ευκληρώ] 1. αγαθός κλήρος, καλή μοίρα, καλή τύχη 2. ευτύχημα, κατόρθωμα … Dictionary of Greek